υπερνέφρωμα

υπερνέφρωμα
το, Ν
ιατρ. κακοήθης όγκος που εκπορεύεται από το επιθήλιο τών ουροφόρων σωληναρίων τού νεφρού και προκαλεί πρώιμες μεταστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypernephroma < υπερ-* + νεφρό(ς) + κατάλ. -ωμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”